κρυφτό

κρυφτό
το прятки (игра)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρυφτό" в других словарях:

  • κρυφτό — το το κρυφτούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Портокалоглу, Никос — Никос Портокалоглу World Music Day 2009 в …   Википедия

  • άθητος — η, ο 1. άφαντος «έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη 2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει», ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά… …   Dictionary of Greek

  • αποδιδρασκίνδα — ἀποδιδρασκίνδα, η (Α) [αποδιδράσκω] παιδικό παιχνίδι, κρυφτό …   Dictionary of Greek

  • δραπετίνδα — επίρρ. (Α) το παιχνίδι κρυφτό …   Dictionary of Greek

  • κρυπτίνδα — (Μ) επίρρ. παίζοντας κρυφτό, το κρυφτούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφτούλι — το το παιχνίδι κρυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφτός + κατάλ. ούλι (πρβλ. φασ ούλι, χερ ούλι)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφτός — ή, ό [κρύβω] 1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κρυφτό είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»